- ακατάληκτος
- -η, -ο (Α ἀκατάληκτος, -ον) και ακατάληχτοςνεοελλ.1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα τής γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα, χωρίς προσθήκη καταταλήξεως)αρχ.ο αδιάλειπτος, ο ακατάπαυστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταλήγω.ΠΑΡ. ακαταληξία].
Dictionary of Greek. 2013.